ξενογαμία

ξενογαμία
бот. ксеногамия, тайнобрачие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξενογαμία" в других словарях:

  • ξενογαμία — η βοτ. η γονιμοποίηση ενός άνθους από άλλο άνθος τού ίδιου είδους, το οποίο όμως φύεται σε άλλο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenogamy < xeno (< ξένος) + gamy (< γαμία < γαμος < γάμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»